Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Βίκτωρ Ουγκώ: «Ο άθλιος ονομάζεται Άνθρωπος, που αγωνιά κάτω από όλα τα κλίματα»


Ο Βίκτωρ Ουγκώ (26 Φεβρουαρίου 1802 - 22 Μαΐου 1885) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός, ο πλέον σημαντικός και προβεβλημένος εκπρόσωπος του κινήματος του γαλλικού ρομαντισμού.

Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του αντιλήφθηκε το λογοτεχνικό του ταλέντο και ξεκίνησε τις μεταφράσεις έργων από τα λατινικά καθώς και δικές του πρωτότυπες ποιητικές εργασίες.

Η αξία του αναγνωρίστηκε σύντομα μέσα στο γαλλικό ακαδημαϊκό κύκλο αλλά και στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ταυτόχρονα ασχολήθηκε με την πολιτική μεταλλασσόμενος βαθμιαία από φιλομοναρχικό συντηρητικό σε ριζοσπάστη δημοκρατικό.
«Στο σκοτεινό σημείο όπου βρίσκεται ο σημερινός πολιτισμός, ο άθλιος ονομάζεται Άνθρωπος, που αγωνιά κάτω απ' όλα τα κλίματα και τα καθεστώτα, που στενάζει σ' όλες τις γλώσσες».

Ένα απόσπασμα από ένα από τα διάσημα έργα του, τους Άθλιους, ένα βιβλίο που περιγράφει τις ταξικές διαφορές, την γαλλική κοινωνία της παρακμής, την αδικία και την εκμετάλλευση της προεπαναστατικής περιόδου, τη στιγμή που όλα αλλάζουν και επαναπροσδιορίζονται ξανά.

«Ας προσπαθήσουμε να το παραστήσουμε με λόγια.
Η κοινωνία πρέπει να τα προσέχει αυτά τα πράγματα, γιατί αυτή η ίδια τα δημιουργεί.

Ο Γιάννης Αγιάννης ήτανε, καθώς είπαμε, άνθρωπος αμόρφωτος· όχι όμως ηλίθιος.
Υπήρχε μέσα του αναμμένη η κοινή φλόγα, η έμφυτη.
Η δυστυχία, που έχει κι αυτή το δικό της το φως, μεγάλωσε το λυκαυγές που υπήρχε στο πνεύμα αυτό.

Κάτω από το ραβδί, απ' τα δεσμά, στη φυλακή, στις αγγαρείες, κάτω από το φλογερό ήλιο του κατέργου, πάνω στο ξύλινο κρεβάτι των καταδίκων εξήτασε τη συνείδησή του κι εσχημάτισε σκέψη. Έκαμε ο ίδιος τον εαυτό του δικαστήριο.

Και πρώτα άρχισε ν' ανακρίνει ο ίδιος τον εαυτό του.

Είδε πως δεν ετιμωρήθηκε άδικα· ανεγνώρισε πως δεν ήταν αθώος. Παραδέχθηκε πως είχε κάμει μια αξιόμεμπτη πράξη, ότι αν ζητούσε εκείνο το ψωμί που είχε αρπάξει, ίσως δεν θα του το αρνιόνταν· ότι, οπωσδήποτε ήτανε προτιμότερο να το περιμένει, είτε από τη ζητιανιά είτε από τη δουλειά, ότι μπορούν ν' απαντήσουν καταφατικά στην ερώτηση: «μπορώ να περιμένω όταν πεινάω;» Ότι αυτός δεν είναι λόγος· ότι, πρώτα πρώτα, είναι σπανιότατο να πεθάνει κανείς από την πείνα· έπειτα, δυστυχώς ή ευτυχώς, ο άνθρωπος είναι έτσι πλασμένος, πότε να υποφέρει πολύν καιρό, να υποφέρει πολύ ψυχικά και σωματικά χωρίς να πεθαίνει· ότι χρειαζότανε λοιπόν υπομονή, ότι αυτό θάτανε το καλύτερο, έστω και για τα φτωχά ανήλικα εκείνα παιδιά· ότι ήτανε τρέλα το να θελήσει αυτός, άρρωστος και δυστυχισμένος άνθρωπος, να πιάσει την κοινωνία ολόκληρη από το λαιμό και να φαντασθεί ότι γλιτώνει κανείς από την φτώχεια με την κλεψιά, ότι οπωσδήποτε είναι πολύ κακή πόρτα για να βγει από τη φτώχεια, η πόρτα από την οποία μπαίνει κανείς στην ατιμία· ότι τέλος έφταιξε.
Έπειτα αναρωτιότανε.

Αν αυτός ήταν ο μόνος φταίχτης στην ιστορία αυτή. Αν πρώτα πρώτα, δεν ήτανε πράγμα σοβαρό το να λείψει δουλειά σ' αυτόν που ήταν δουλευτής· το να λείψει ψωμί σ' αυτόν που ήταν εργατικός. Αν έπειτα αφού το φταίξιμο έγινε κι εξομολογήθηκε, δεν ήταν τιμωρία βαριά και υπερβολική. Αν δεν έκανε μεγαλύτερη κατάχρηση ο νόμος στην ποινή, παρ' όση ο ένοχος στο φταίξιμο. Αν ο ζυγός, με τον οποίον ζυγίζεται το δίκαιο, έχει τις πλάστιγγες ισόρροπες, και δεν είναι βαρύτερη η ζυγαριά όταν μπαίνει το αντίποινο. Αν η επιβάρυνσις της ποινής δεν σβήνει το φταίξιμο, κι αν δεν στρέφει το πράγμα προς το αντίθετο μέρος, βάζοντας, στη θέση του εγκλήματος του ενόχου, το έγκλημα του τιμωρού, μεταβάλλοντας τον ένοχο σε θύμα, τον οφειλέτη σε δανειστή, και στρέφοντας οριστικά το δίκαιο μάλλον προς το μέρος εκείνου που το παραβίασε. Αν αυτή η ποινή, που επιβαρύνεται σε κάθε απόπειρα δραπετεύσεως, δεν καταντά στο τέλος κατάχρησις του ισχυροτάτου εις βάρος του ασθενεστέρου, έγκλημα της κοινωνίας κατά του ατόμου, έγκλημα που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα και που βάσταξε δεκαεννιά χρόνια.

Αναρωτήθηκε αν η ανθρώπινη κοινωνία έχει το δικαίωμα να εξαναγκάζει τα μέλη της να υπομένουν, στη μια περίπτωση την παράλογη απρονοησία της, στην άλλη δε την άσπλαχνη πρόνοια της, και να φυλακίζει για πάντα ένα φτωχόν άνθρωπο, ανάμεσα σε μιαν έλλειψή της και σε μιαν υπερβολή της· έλλειψη μεν δουλειάς γι' αυτόν, υπερβολής δε τιμωρίας εναντίον του.

Αν δεν είναι πολύ κακό το να φέρνεται έτσι η κοινωνία προς εκείνα μάλιστα τα μέλη της που τους έτυχε ο μικρότερος κλήρος στην από τύχη γενόμενη μοιρασιά των αγαθών, κι επομένως είναι πιο πολύ άξια επιεικείας.

Σκεπτόμενος αυτά τα ζητήματα και λύνοντάς τα, έκρινε κι αυτός την κοινωνία και την κατεδίκασε.

Την κατεδίκασε σε τι; Στο μίσος του.

Την κατέστησε υπεύθυνη για την τύχη του, και είπε βαθιά στην καρδιά του ότι ίσως δεν θα εδίσταζε μια μέρα να της ζητήσει το λόγο. Είπε βαθιά στην καρδιά του ότι δεν υπήρχε ισορροπία ανάμεσα στη ζημιά που έκαμε αυτός και στη ζημιά που του έκαμαν. Έβγαλε τέλος πάντων το συμπέρασμα ότι η τιμωρία του δεν ήτανε μεν αδικία, αλλ' ήταν βέβαια απανθρωπία.

Ο θυμός μπορεί να είναι τυφλός και παράλογος· συμβαίνει να θυμώσει κανείς χωρίς λόγο· δεν αγανακτεί όμως, παρά όταν έχει κάπως δίκιο. Ο Γιάννης Αγιάννης αισθανότανε μέσα του αγανάκτηση.

Άλλωστε η ανθρώπινη κοινωνία μόνο κακό του είχε προξενήσει· ποτέ δεν είδε από αυτήν άλλο από το οργισμένο της πρόσωπο, που ονομάζοντάς το Δικαιοσύνη της, το δείχνει σ' όσους χτυπάει.

Οι άνθρωποι τον άγγιξαν μόνο για ν' αφήσουν στο κορμί του μώλωπες. Κάθε τους επαφή, ήτανε πληγή σ' αυτόν.
Ποτέ, από τότε που ήτανε παιδί, ούτε από τη μητέρα του την ίδια, ούτε από την αδελφή του, άκουσε λόγο φιλικό, δεν είδε μάτια καλοσύνης.

Από πάθημα σε πάθημα, σχημάτισε σιγά σιγά την πεποίθηση πως η ζωή είναι πόλεμος και πως σ' αυτόν τον πόλεμο αυτός ήτανε νικημένος.
Δεν είχε λοιπόν άλλο όπλο παρά το μίσος του. Αυτό αποφάσισε ν' ακονίσει μέσα στο κάτεργο και να το πάρει μαζί του βγαίνοντας».



Βίκτωρ Ουγκώ, Οι Άθλιοι, τόμ. Α´, μτφ. Γ. Τσουκαλάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου