Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Φίλοι για μια ζωή: Ο σκύλος της Σμαράγδας Καρύδη μας γράφει γράμμα


Άνθρωποι που εκτιμούμε για το ταλέντο τους μας κάνουν να τους εκτιμήσουμε διπλά: Αφηγούμενοι πως έβαλαν στη ζωή τους σκύλους και γάτες, ζώα συντροφιάς, και τους επέτρεψαν να την αλλάξουν ολοκληρωτικά. Προς το καλύτερο, εννοείται. Γιατί ο πολιτισμός (κι) εκεί φαίνεται.

Σκύλοι με star quality υπάρχουν πολλοί. Η Σμαράγδα Καρύδη έχει φροντίσει ο Γιάννης της να είναι ένα από αυτά. Ξανθό, πεντάμορφο και φωτογενές λαμπραντόρ ποζάρει συχνά πυκνά μaζί της ή και μόνος στην προσωπική του σελίδα στο instagram. Μιλάει πάντα σε πρώτο πρόσωπο και αφηγείται την καθημερινότητα του, την λατρεία του για το φαγητό, τα κορίτσια, τη θάλασσα, τις βόλτες, τα πλαστικά κόκαλα και τον Φώτη. Ο Φώτης είναι ο γάτος της οικογένειας και λατρευτός συγκάτοικος του Γιάννη. Όλα αυτά μέχρι χθες. Ο Φώτης, ένας μαύρος, τυφλός αδεσποτάκος γάτος – με τον οποίο μεγάλωσαν μαζί από μωρά – αρρώστησε βαριά. Και κοιμήθηκε για πάντα. Ο Γιάννης (και η Σμαράγδα) τον αποχαιρετά με ό,τι πιο τρυφερό έχει σκεφτεί σκυλίσιος νους. Σήμερα, παγκόσμια ημέρα των αδεσπότων φίλων μας.

svg%3E Γεια σας! Δεν ξέρω πως να το ξεκινήσω αυτό. Είναι μια δύσκολη μέρα.
Με λένε Γιάννη, είμαι οκτώμισι χρόνων κι αυτοί που ξέρουν λένε ότι είμαι λαμπραντόρ. Για να το λένε έτσι θα ‘ναι. Τι σημασία έχει; Μου είπατε να μιλήσω για μένα. Θα σας πω δυο λόγια για μένα, αλλά θα ήθελα μετά κυρίως να μιλήσω για εκείνον. Τον φίλο μου. Τον φίλο μου το Φώτη που έχασα για πάντα. Χτες το απόγευμα.
Θα τα πάρω απ’ την αρχή.

Μάνα μου είναι η Pamy. Τη θυμάμαι ελάχιστα. Έζησα μαζί της στο σπίτι που γεννήθηκα μου μέχρι 35 ημερών. Μαζί με τα επτά αδέρφια μου. Τότε με φώναζαν Σίμπα.Την πρώτη μέρα που έφυγα από κοντά τους ήταν δύσκολα. Έκλαιγα όλη νύχτα. Όμως, το ζευγάρι που πήρα για να με υπηρετεί είναι πολύ καλό και το λάτρεψα. Αυτοί είναι, τώρα, η οικογένεια μου. Δεν τους βλέπω ως κατώτερους επειδή είναι υπηρέτες μου. Ίσα-ίσα, τους αγαπώ παρά πολύ γιατί κάνουν τα πάντα οι καημένοι για να μ’ έχουν ευχαριστημένο και τους αφήνω να νομίζουν που και που ότι μπορούν να παίρνουν κι αποφάσεις. Έτσι αποφάσισαν να με λένε Γιάννη. Επειδή λέει «σπίτι χωρίς Γιαννη προκοπή δεν κάνει»… Ντάξει.. Φοβερή φαντασία… Τι να πεις…

Το πρώτο καλοκαίρι μου πήγαμε στην Αίγινα.
Μ’ αρέσει πολύ εκεί γιατί έχει θάλασσα και κολυμπάω με τις ώρες. Εκεί μια μέρα του Αυγούστου τον γνώρισα. Μου τον έφεραν, τον έβαλαν μπροστά μου και περίμεναν να δουν πως θα αντιδράσω. Ήταν μια σταλιά, κατάμαυρος, και στη θέση των ματιών είχε δυο τρύπες που έσταζαν. Ψωρόγατο. Δεν ξέρω τι με τράβηξε… Μ’ άρεσε η μυρωδιά του κι άρχισα να του γλύφω με μανία τα μούτρα του και τις τρύπες των ματιών. Ήταν απαλός και αρμυρός κι έτσι όπως καθόταν μαζεμένος κι ανυπεράσπιστος τον αγάπησα αμέσως. Δεν μ’ έβλεπε αλλά με ένιωσε. Αφέθηκε στις γλυψιές μου κι ανταπέδωσε. Είχε μια μικρή γλώσσα τραχιά σαν γυαλόχαρτο. Έτσι ξεκίνησε η οκτάχρονη σχέση μας.

Οι υπηρέτες μου, η κοπελίτσα και το παλικάρι, τον αγάπησαν κι αυτοί πολύ το Φωτάκο. Δεν ζήλεψα.
Ο Φώτης άξιζε να τον αγαπάς.Ήταν τρυφερός και πανέξυπνος και δε φοβόταν τίποτα. Όχι γιατί ήταν ατρόμητος αλλά γιατί δεν ήταν νευρικός. Έπαιρνε ήρεμα τα πράγματα όπως έρχονται και δεν αντιστεκόταν. Αφηνόταν στην καλοσύνη των άλλων. Με εμπιστοσύνη. Τυφλή. Κυριολεκτικά. Μαλακός σαν χορταράκι μέσα στη θάλασσα. Δεν είχε τίποτα βίαιο, ούτε κρυβόταν ποτέ τρομαγμένος. Ούτε είχε πρόβλημα που δεν έβλεπε. Έκανε τα πάντα μόνος του χωρίς βοήθεια. Έτσι κι αλλιώς νομίζω πίστευε ότι κανείς από εμάς δεν βλέπει.
Αγαπούσε πολύ το φαΐ όπως κι εγώ.

Έβρισκε τρόπους να φάει που εγώ δε μπορούσα ούτε να φανταστώ. Επειδή ήταν τυφλός είχε καλύτερη όσφρηση ακόμη κι από μένα. Μια φορά, Πάσχα στην Αίγινα ανέβηκε στο τραπέζι, άνοιξε τεράστιο το στόμα του, έχωσε ένα κόκκινο αυγό, κατέβηκε κι άρχισε να το χτυπάει αριστερά δεξιά στους τοίχους, το έσπασε και το έφαγε. Τον κοιτούσαμε με θαυμασμό κι οι τρεις. Μα πόσο ντελικάτος. Εγώ θα το κατάπινα ολόκληρο. Έτσι κόκκινο. Με τη μπογιά. Άνοιγε με τα δόντια του τα φερμουάρ απ’ τις τσάντες, έκλεβε μπάρες δημητριακών, τις ξετύλιγε πρώτα και μετά τις έτρωγε. Εγώ θα τις έτρωγα μαζί με τη τσάντα. Όχι, ήταν πολύ κυριλέ ο Φωτάκος.
svg%3E Τους τελευταίους δυο μήνες δεν έτρωγε πια.
Τον έβαζαν στο καλάθι έφευγε για κάποιες μέρες και μετά γύριζε πάλι με ξυρισμένο το κορμί του σε διάφορα σημεία. Και αδυνάτιζε διαρκώς. Η κοπελίτσα μου, του έκανε ενέσεις και τον τάιζε με τη σύριγγα με το ζόρι κι αυτός έκανε εμετούς. Τώρα έτσι πετσί και κόκκαλο, με μαδημένη την ωραία του βελούδινη γούνα και τις τρύπες των ματιών του τσιμπλιασμένες, τον αγαπούσα ακόμα πιο πολύ. Κι αυτός είχε ακόμα όρεξη να κάθεται πάνω στα μούτρα μου και να με γλύφει με τις ώρες.
 
Αυτό το γυαλοχαρτάκι του στ’ αυτιά μου θα μου λείψει πιο πολύ.
Μου τα καθάριζε σαν να ήταν η μάνα μου. Η Pamy. Οι αγκαλιές μας. Τα παιχνίδια μας με τα μαξιλάρια του καναπέ. Οι κωλοτούμπες του. Τα ωραία γουργουρητά του. Ο ήσυχος ύπνος που έκανα δίπλα του. Ναι, ξέρω θα μου πείτε δω ο κόσμος χάνεται… Τα πάντα γκρεμίζονται κι εσυ ρε Λαμπραντόρ μας λες για το γάτο σου το Φώτη… Σωστά! Έτσι είναι. Έχετε δίκιο.
Όμως αυτός είμαι.
Κι ο δικός μου κόσμος είναι αυτός. Η κοπελίτσα, το παλικάρι κι ο φίλος μου ο Φώτης.
Τι σκληρός μήνας αυτός ο Απρίλιος, βρε παιδιά…

svg%3E










ΠΗΓΗ: monopoli.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου