Από το υπέροχο βιβλίο της Elif Şafak / Elif Shafak Ο ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ, που μόλις κυκλοφόρησε από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ - PSICHOGIOS PUBLICATIONS (σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου)
Απ’ όλους τους ανθρώπους που έπλασε ο Θεός κι ο Σατανάς τούς παρέσυρε στον κακό δρόμο, μόνο λίγοι ανακάλυψαν το Κέντρο του Σύμπαντος –όπου δεν υπάρχει καλό ή κακό, παρελθόν ή μέλλον, ούτε «εγώ» ή «εσύ», πόλεμος ή αιτία για πόλεμο, μονάχα μια απέραντη θάλασσα ηρεμίας. Αυτό που βρήκαν εκεί ήταν τόσο ωραίο, που έχασαν ολότελα τη λαλιά τους.
Οι άγγελοι, που τους λυπήθηκαν, πρόσφεραν δύο ευκαιρίες. Αν ήθελαν να ξαναβρούν τη λαλιά τους, έπρεπε να ξεχάσουν όλα όσα είχαν δει, ωστόσο ένα αίσθημα απουσίας θα παρέμενε βαθιά μες στην καρδιά τους. Αν όμως προτιμούσαν να θυμούνται την ομορφιά, ο νους τους θα σάστιζε τόσο πολύ, που δε θα μπορούσαν να διακρίνουν την αλήθεια απ’ την ψευδαίσθηση. Έτσι μια χούφτα άνθρωποι που σκόνταφταν πάνω σ’ εκείνο τον κρυφό τόπο, ο οποίος δεν ήταν σημειωμένος σε κανέναν χάρτη, επέστρεφαν είτε με ένα αίσθημα νοσταλγίας για κάτι, δεν ήξεραν τι, είτε μ’ ένα σωρό ερωτήσεις μέσα τους. Όσοι λαχταρούσαν την πληρότητα θα αποκαλούνταν «εραστές» κι όσοι απέβλεπαν στη γνώση «μαθητές».
Αυτά έλεγε ο δάσκαλος Σινάν στους τέσσερίς μας, τους μαθητευόμενούς του. Μας παρατηρούσε από κοντά, προσεκτικά, με το κεφάλι του γερμένο στο ένα πλάι, σαν να προσπαθούσε να δει μες στην ψυχή μας. Ήξερα πως γινόμουν ματαιόδοξος, και η ματαιοδοξία ήταν ακατάλληλη για ένα απλοϊκό παιδί όπως εγώ, όμως κάθε φορά που ο δάσκαλός μου έλεγε αυτή την ιστορία, πίστευα πως απευθυνόταν σ’ εμένα πιο πολύ παρά στους άλλους. Η ματιά του χασομερούσε για μια ατέλειωτη στιγμή στο πρόσωπό μου, σαν να περίμενε κάτι από μένα. Εγώ απέστρεφα το βλέμμα, φοβούμενος μήπως τον απογοητεύσω, φοβούμενος γι’ αυτό που δεν μπορούσα να του δώσω – αν και ποτέ δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό. Αναρωτιόμουν τι έβλεπε στα μάτια μου. Να είχε προβλέψει πως θα ήμουν ο καλύτερος απ’ όλους στη μάθηση, αλλά πως, μέσα στην αδεξιότητά μου, θα αποτύχαινα θλιβερά στην αγάπη;
Μακάρι να μπορούσα να κοιτάξω στο παρελθόν και να πω ότι έχω μάθει ν’ αγαπώ όσο έχω αγαπήσει να μαθαίνω. Όμως, αν πω ψέματα, θα μπορούσε αύριο να βράζει ένα καζάνι στην κόλαση για μένα και ποιος μπορεί να με διαβεβαιώσει πως το αύριο δεν είναι κιόλας στο κατώφλι μου, τώρα που είμαι γέρος σαν τη βελανιδιά κι ακόμα δεν έχω εξοριστεί στο μνήμα;
Έξι ήμασταν συνολικά: ο δάσκαλος, οι μαθητευόμενοι και ο λευκός ελέφαντας. Όλα τα χτίσαμε μαζί. Τζαμιά, γέφυρες, μεντρεσέδες, πανδοχεία,φτωχοκομεία, υδραγωγεία… Έχει περάσει τόσο πολύς καιρός, που ο νους μου απαλύνει ακόμα και τα πιο σκληρά χαρακτηριστικά, λιώνοντας τις αναμνήσεις,κάνοντάς τες πόνο ρευστό. Τα σχήματα που επιπλέουν στο κεφάλι μου, όποτε επιστρέφω σ’ εκείνες τις μέρες, θα μπορούσαν κάλλιστα να ζωγραφιστούν αργότερα, ώστε να γλυκάνουν οι ενοχές για το ότι είχα ξεχάσει τα πρόσωπά τους. Κι όμως, τις θυμάμαι, μία προς μία,τις υποσχέσεις που δώσαμε κι έπειτα αποτύχαμε να τις κρατήσουμε. Είναι παράξενο πώς τα πρόσωπα, όσο σταθερά και ορατά κι αν είναι, εξατμίζονται, ενώ οι λέξεις, καμωμένες από ανάσες, παραμένουν.
Έσβησαν αργά. Μία προς μία. Το γιατί αυτές χάθηκαν κι εγώ επέζησα κι έφτασα ως τούτη την αδύναμη ηλικία, μονάχα ο Θεός το ξέρει. Σκέφτομαι την Κωνσταντινούπολη κάθε μέρα. Πιθανότατα ο κόσμος θα περπατάει τώρα στα προαύλια των τζαμιών, χωρίς να ξέρει, χωρίς να βλέπει. Υποθέτουν μάλλον πως τα κτίρια γύρω τους υπήρχαν εκεί από τον καιρό του Νώε. Δεν υπήρχαν. Εμείς τα χτίσαμε: μουσουλμάνοι και χριστιανοί, τεχνίτες και σκλάβοι απ’ τις γαλέρες, άνθρωποι και ζώα, μέρα με τη μέρα. Όμως η Κωνσταντινούπολη είναι μια πόλη εύκολης λησμονιάς. Τα πράγματα εκεί κάτω είναι γραμμένα στο νερό, εκτός από τα έργα του δασκάλου μου, που έχουν γραφτεί στην πέτρα.
Κάτω από μία πέτρα, έθαψα ένα μυστικό. Πολύς καιρός έχει περάσει, πρέπει όμως ακόμα να είναι εκεί, περιμένοντας κάποιον να το ανακαλύψει. Αναρωτιέμαι αν θα το βρουν ποτέ. Αν το βρουν, θα το καταλάβουν; Αυτό δεν το ξέρει κανείς, όμως βαθιά μέσα σ’ ένα κτίριο,από τις εκατοντάδες που έχτισε ο δάσκαλός μου, μένει κρυμμένο το κέντρο του σύμπαντος.
Άγκρα, Ινδία, 1632
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου