Συνέντευξη στη Μαίρη Γκαζιάνη
Πρόσφατα κυκλοφόρησε σε νέα έκδοση ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα του συγγραφέα Γιάννη Φιλιππίδη με τίτλο «Κρατάς μυστικό;». «Αυτό το μυθιστόρημα, κουβαλάει ένα παραπανίσιο βάρος κι είχε το χάρισμα να μας δώσει τη δύναμή του, για να ξεκινήσουμε μέσα από τον Άνεμο, τον δικό μας αγώνα για βιβλία, όπως τα ονειρευτήκαμε» αναφέρει ο Γιάννης στη συνέντευξη. Η επιλογή του εκδότη Νικόλα Τελλίδη να επανακυκλοφορήσει το βιβλίο σε νέα έκδοση δικαίωσε τον ίδιο αλλά και τους αναγνώστες που το αναζητούσαν επίμονα.
ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Νέα βελτιωμένη έκδοση για το μυθιστόρημά σου «Κρατάς μυστικό;». Ήταν δική σου επιθυμία ή απαίτηση των αναγνωστών σου;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ: Οι αναγνώστες παλιοί και νέοι ενός τέτοιου σημαντικού για μας στον Άνεμο βιβλίου, απλά χειροκρότησαν και συνέρρευσαν στην περσινή έκθεση βιβλίου, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε κι ήτανε διαθέσιμο. Συγκινήθηκα με το γεγονός ότι υπήρξαν αναγνώστριες κι αναγνώστες που το ’χαν από χρόνια στη βιβλιοθήκη τους σε θέση προβολής, όπως μου έλεγαν και τώρα το θέλανε στην νέα του φρεσκαρισμένη του έκδοση. Η αλήθεια είναι πως, εγώ, κοιτάζοντας τυχαία τα βιβλία, τον Ιούλη και πριν την επόμενη έκθεση βιβλίου, ρώτησα από άλλο χώρο με φωνή στον εκδότη μας, τον Νικόλα Τελλίδη, που επέστρεφε από την κύρια αποθήκη των βιβλίων αν έχουμε περισσότερα αντίτυπα απ’ αυτόν τον τίτλο στην εξωτερική μας αποθήκη. Είχαμε απομείνει με ελάχιστα κι ευτυχώς υπήρχε χρόνος στο να ανακαινισθεί ως τίτλος, να ’χει τα κενά των κεφαλαίων του, το μέγεθος μιας φυσικής γραμματοσειράς και τις σωστές αράδες ανά σελίδα, έτσι φυσικά αποφασίσαμε εννέα σχεδόν χρόνια μετά. Το βιβλίο που τυπώθηκε σε φίνο σαμουά αλλά ωστόσο, το λεπτότερο χαρτί της αγοράς, το βιβλίο λοιπόν που με τα οφέλη του, γέννησε έναν καινούργιο εκδοτικό οίκο, τον Άνεμο, κυκλοφορεί εδώ και λίγο καιρό σε νέα μορφή με το εκτόπισμα που το δίνουν οι 600 σελίδες του! Όταν έπιασα στα χέρια μου τη νέα του έκδοση ως δείγμα, τράβηξα ένα όμορφο και μακροσκελέστατο κλάμα. Για το τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημά μου, που ενείχε 4 χρόνια συγγραφής κι ωρίμανσης, που το λατρεμένο μου, έκανε επιτυχία επί κρίσης πια σε μια τιμή απλησίαστη, που ακουμπούσε τα 20€! Έτσι αγαπούσε ο κόσμος τα βιβλία τότε, χωρίς να μετράει το μήκος της ράχης τους. Για ένα τέτοιο κλικ, απεικόνιζε την νοοτροπία μιας άλλης, καινούργιας και δύσκολης εποχής. Απαντώ βλέπεις φλύαρα, μιας κι αυτό το μυθιστόρημα, κουβαλάει ένα παραπανίσιο βάρος κι είχε το χάρισμα να μας δώσει τη δύναμή του, για να ξεκινήσουμε μέσα από τον Άνεμο, τον δικό μας αγώνα για βιβλία, όπως τα ονειρευτήκαμε.
Μ.Γ.: Συνηθίζεις στα βιβλία σου, τα κεντρικά πρόσωπα να είναι γυναίκες. Οι ηρωίδες σου στο «Κρατάς μυστικό;» είναι δυο, μητέρα και κόρη. Τι ήθελες να αναδείξεις μέσα από τη σχέση τους;
Γ.Φ.: Πρώτιστα, οφείλω να ομολογήσω ότι αντιμετωπίζοντας μια τόσο ενδιαφέρουσα ερώτηση, πως το βιβλίο έχει διπλό χαρακτήρα. Έχοντας, όπως γράφτηκε σε ενδιαφέρουσες κριτικές το πλεονέκτημα πως ως συγγραφέας, έχω την ευκολία του φλας μπακ, να στρέφω γλυκά τον χρόνο προς τα πίσω και στο επόμενο μόλις κεφάλαιο, να επαναφέρω την αφήγηση στο παρόν μιας μυθοπλασίας. Αξιοποιώντας μια τέτοια τεχνική λοιπόν, οι κεντρικές ηρωίδες είναι δύο, βλέπουμε σε παράλληλη ανάπτυξη, το πως δυο γυναίκες σε διαφορετικές δεκαετίες, πάλεψαν διεκδικώντας το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή. Σε ποιο βαθμό άραγε κατάφεραν να αγγίξουν την ευτυχία και για πόσο, θα το δείξει η ανάγνωσή του, έχει όπως γνωρίζεις τόσες ανατροπές αυτό το βιβλίο, που φοβάμαι μήπως προδώσω κάποια.
Μ.Γ.: Τι είναι αυτό που έχει στιγματίσει τη ζωή της μάνας και τι της κόρης;
Γ.Φ.: Πολλά και διαφορετικά γεγονότα. Και οι δύο έχουν παράξενα παιδικά χρόνια. Η μάνα έχει χάσει τους δικούς της με τρόπο ανόσιο και βαρύ, αλλά θα παλέψει να φτιάξει το μέλλον της, κατεβαίνοντας στην πρωτεύουσα, σπουδάζοντας, αφήνοντας τον εαυτό της ν’ ακολουθήσει τα χνάρια ενός μεγάλου για κείνην, έρωτα. Η κόρη πάλι, από παιδικό φόβο μη ξεπέσουν η μάνα της κι η ίδια σε διαφορετικά ιδρύματα, ξεκινάει και κλέβει σαν επαγγελματίας, ξεγελά εύκολα γιατί είναι στην όψη ένα παιδί, αλλά αναγκάζεται να το κάνει, προκειμένου να επιβιώσουν οι δυο τους. Στον έρωτα πάλι, κάτι καλό θα της τύχει. Και στη δική της περίπτωση, θα ’ναι ένας αυθεντικός ερωτευμένος, όχι κάποιος που νόμισε κάποτε πως είναι ερωτευμένος, όπως έχει συμβεί με τον ίδιο της τον πατέρα.
Μ.Γ.: Μοιάζουν μεταξύ τους σαν χαρακτήρες ή είναι εντελώς διαφορετικές;
Γ.Φ.: Κοιτάζουν τη ζωή με θετικό πρόσημο, έχουν ήθος, ακόμα κι αν στην περίπτωση της κόρης, παρακολουθούμε ένα φαινόμενο έκνομης συμπεριφοράς, είναι και οι δυο, ειλικρινείς με τα συναισθήματά τους, αν εξαιρέσουμε το κομμάτι της νεαρής Άννας και της κρυμμένης της ζωής, κάτι που αποτελεί το σημαντικότερο κομμάτι του βιβλίου.
Μ.Γ.: Που οφείλονται οι συχνές διαφωνίες μάνας και κόρης;
Γ.Φ.: Αυτή η ερώτηση είναι για το κρεβάτι του Γιάλομ, ειλικρινά! Λειτουργώντας ως συγγραφείς, συχνά, αφημένοι και διάφανοι, αφηνόμαστε να μας κατευθύνουν οι χαρακτήρες των ηρώων μας, ότι αναγκαία το δικό μας θέλω, που ίσως να ’χαμε αρχικά στο νου μας. Η Αλεξάνδρα σαν κάθε μάνα, που έχει μοναχοπαίδι ασχολείται συνεχώς με το παιδί της. Την κόρη πάλι δεν την λες και ήρεμο χαρακτήρα, διαπράττει ένα οικονομικό έγκλημα και μισή ώρα αργότερα προγραμματίζει να προβάρει ένα πιο φαρδύ τζιν στη Σκουφά. Η ζωή, την έχει κάνει αντράκι. Η μάνα φοβάται και νοιάζεται, έχει το θέμα της χαμηλής όρασης που στην ηλικία της την κάνει πιο κλειστοφοβική, υπερβάλλει συχνά στο να μαθαίνει τα πάντα, ενόσω η Άννα την τροφοδοτεί με μια επίπλαστη αλήθεια, που κρύβει όλα τα μυστικά της δικής της καθημερινότητας. Έχουν ζήσει όλα τα κοινά τους χρόνια αγκαλιασμένες ψυχικά, μπορεί άνετα να συμβεί να τις δεις, να μαλώνουν για ένα ταψί από τεφλόν και στη διάρκεια της στιχομυθίας, μόνο αυτό να μην είναι το θέμα!
Μ.Γ.: Σχεδόν παραιτημένη από τη ζωή η μάνα, λησταρχίνα ή κόρη. Εκτός από τα χρήματα, τι άλλο ήταν αυτό που επιζητούσε η Άννα κάνοντας τις ληστείες;
Γ.Φ.: Μ’ αρέσει που μου ζωντανεύεις μέσα μου την ιστορία αυτού του μυθιστορήματος, ευτυχώς για μένα, τόσο δυνατοί χαρακτήρες ζουν για πάντα μέσα μου. Η Άννα, λειτουργεί μόνη της και με τρόπο αστραπιαίο. Δώδεκα χρόνια μετά την πρώτη της κλοπή, τη γνωρίζουμε ακόμα κλέφτρα κι ως το τέλος σχεδόν, του βιβλίου. Είναι ό,τι έχει μάθει να κάνει καλύτερα κι ίσως αυτό, να της έχει γίνει έξη, εθισμός. Ονειρεύεται μια κανονική ζωή, μόνο στην προοπτική, να στήσει μια επιχείρηση, αλλά δεν γνωρίζει πως. Αστέρι είναι μόνο σε έναν τομέα. Κι όταν έρχεται η ώρα να εγκαταλείψει την παρανόμια, θα το κάνει;
Μ.Γ.: Σε εφηβική ηλικία, ξεκίνησε τις ληστείες από οικονομική ανάγκη, στη συνέχεια τι την κρατούσε σ΄ αυτές;
Γ.Φ.: Ως την ημέρα που θα σταθεί κάποιος αποφασισμένος να την κυνηγήσει και θα σταθεί ο μελλοντικός της σύντροφος, ο Μάρκος, ζει με την πεποίθηση ότι τελικά, μάλλον της αρέσει να έχει τόσα λεφτά, όσα δεν μπορεί να μετρήσει. Θέλει μεν να σταματήσει να τ’ αποκτά έτσι. Αλλά μάλλον στην καθημερινή της συμπεριφορά, η έννοια της κάθε κλοπής, ενέχει σίγουρα στοιχεία διαστροφής, εθισμού και την χαρά του πρωταθλητισμού. Μόνο που η Άννα, δεν τρέχει σε στίβο, κάνει κάτι στ’ αλήθεια, επικίνδυνο.
Μ.Γ.: «Ένα απροσδόκητο παιχνίδι αισθημάτων για έξι κύριους παίχτες, που διαχειρίζονται την έννοια του μοιραίου» αναφέρεται στο οπισθόφυλλο. Ποια έννοια δίνεις σ’ ένα «διαχειρίσιμο μοιραίο»;
Γ.Φ.: Δημιουργώ φωτεινούς εσωτερικά χαρακτήρες, έτοιμους να παλέψουν για το καλύτερο συνήθως, όχι βέβαια πάντα με τα αναγκαία αποτελέσματα. Αλλά καλοί ή κακοί οι χάρτινοι ήρωες, όσο κι αν προσπαθήσουν για τα καλύτερα, δε μου επιτρέπεται να τους κάνω πάντα και για πάντα ευτυχείς, οι αναποδιές, η απώλειες, όσο σημαντικές και να ’ναι είναι μέσα στην πραγματική ζωή. Για μένα, αυτό τις κάνει αναγκαίες και στην πεζογραφία. Όλοι μήπως το ίδιο δεν κάνουμε; Επιχειρούμε και παλεύουμε για το καλύτερο. Αλλά όσο κι αν κρατάμε οι ίδιοι τα ηνία της προσωπικής μας διαδρομής, δε γνωρίζουμε τις περισσότερες φορές, τι μας επιφυλάσσει ο τριπλός παράγοντας-τύχη-μοίρα ή πεπρωμένο.
Μ.Γ.: Η Άννα γράφει κάποια κείμενα στον υπολογιστή της και θέλω να σε ρωτήσω, εκείνη εισχώρησε στο μυαλό σου και τα γέννησε ή εσύ εισχώρησες απόλυτα στα συναισθήματά της;
Γ.Φ.: Εγώ πάλεψα να εισχωρήσω σε κείνη. Είναι εντυπωσιακό, αλλά κάτι τέτοιο, δε μου το ’χει ρωτήσει έτσι κανείς ως τώρα! Κι όμως υπήρξαν κομμάτια που χρέωσα στην Άννα, αλλά επηρεάζονταν άμεσα από τον δικό μου χαρακτήρα. Χαρακτηριστικότερη είναι η σκηνή, που ενυπάρχει στο οπισθόφυλλο, όπου η Άννα ονειρεύεται να χαθεί στο γέρμα ενός ήλιου μ’ ένα όμορφο άλογο, αυτό είναι κομμάτι ενός κειμένου, που προϋπήρχε κι αυτή επιπλέον, ίσως να ’ναι η σκηνή που με δένει απόλυτα με την Άννα, αφού στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, εκείνη φέρεται σαν αγοροκόριτσο, σε κάθε γραμμή, ένιωθα ότι εισχωρούσα στον τρόπο της δικής της σκέψης με μια ανάσα μόνο δική μου.
Μ.Γ.: Η Άννα ζει δυο παράλληλες ζωές, άλλη το πρωί άλλη από το απόγευμα και μετά. Δυο διαφορετικά σπίτια, στο ένα κατοικεί μόνη της και στο άλλο με την Αλεξάνδρα τη μητέρα της. Και στα δυο έχει από μια βεράντα πλημμυρισμένη με λουλούδια. Τι συμβολίζουν αυτά τα λουλούδια για την Άννα;
Γ.Φ.: Τα λουλούδια συμβολίζουνε για την Άννα την ομορφιά. Πέραν των κλοπών, ζει σαν ένα κοινό κορίτσι, μ’ ένα διαμέρισμα, αδελφικής και όμοιας αισθητικής για να κρύβεται εκεί, τις ώρες που υποτίθεται πως εργάζεται, εκείνη μπορεί να μεταφυτεύει μια γαρδένια στο κρυφό της διαμέρισμα. Κι εδώ ταυτίζομαι με την Άννα, αφού ζω στη βεράντα που περιγράφω στο πρώτο κεφάλαιο μετά το εισαγωγικό. Έχω βεράντα; Τι ομορφότερο από το να κοιτάς έξω και να μη βλέπεις μόνο κάγκελα και μπετόν ή την απέναντι πολυκατοικία, χωρίς να σπέρνεις κυριολεκτικά ζωή, ομορφιά, αρώματα σ’ έναν τόσο λειτουργικό χώρο του σπιτιού; Μ’ αρέσει η ομορφιά σε καθετί, όπως εν προκειμένω συμβαίνει: ανοίγω ένα πορτόφυλλο κι απέναντί μου, βλέπω δεντράκια θηρία καταπράσινα και γλάστρες, όπου υπάρχει περιθώριο.
Μ.Γ.: Η Άννα άφηνε πολλά από τα χρήματα που λήστευε στις εκκλησίες. Τι ήταν αυτό που επιζητούσε;
Γ.Φ.: Δεν το κάνει πάντα, βοηθάει όμως με τον δικό της αλλά κρυμμένο πρόσωπο, όταν υποπέσει στην αντίληψή της. Δεν συμβαίνει αυτό για να μετριάσει την αρνητική ενέργεια, που την φορτώνει κάθε ληστεία. Από καθαρή ψυχή το κάνει. Αυτό και τίποτ’ άλλο, λειτουργεί απλά με καλόβουλη διάθεση.
Μ.Γ.: «Δεν είμαι ώριμη, δεν είμαι έφηβη. Δεν είμαι όμως παιδί» γράφει η Άννα. Τι ακριβώς είναι;
Γ.Φ.: Η ίδια αυτοπεριγράφεται κι αυτοπροσδιορίζεται συχνά στη ροή του βιβλίου. Είναι ένα πλάσμα ανώμαλα μεγαλωμένο, εγκαταλειμμένο από πατέρα, ζει μόνο για να επιτελεί έναν δικό της σκοπό. Κάποτε όμως έρχεται στη ζωή της, ο Μάρκος.
Μ.Γ.: «Συγνώμη από τον άφαντο Θεό που δε στάθηκα να φοβηθώ» γράφει σε άλλο σημείο. Πως ένα 12χρονο κορίτσι γίνεται άφοβο;
Γ.Φ.: Δεν είναι δυνατό ένα δωδεκάχρονο κορίτσι να είναι άφοβο. Ούτε οι πραγματικοί ήρωες είναι άφοβοι, αλλά την υπόστασή τους ντύνεται η Άννα για να προχωρήσει. Έχει πλήρη αίσθηση του κινδύνου, αλλά το κάνει και θα το ξανακάνει αμέτρητες φορές. Δεν την αναστέλλει ο φόβος της. Το κάνει επειδή κρίνει πως πρέπει να το κάνει, όπως δεν το ’κανε ούτε ο πατέρας της, ούτε και το δήθεν για κείνη, κοινωνικό κράτος. Ένα αγρίμι, που άλλοτε μετατρέπεται σε ένα όμορφο ελάφι, αυτή είναι η Άννα.
Μ.Γ.: Ο Αντώνης σύζυγος της Αλεξάνδρας και πατέρας της Άννας φεύγει για την Αμερική απροειδοποίητα και εξαφανίζεται. Τι φταίει που σ’ έναν μεγάλο έρωτα ο ένας μετατρέπεται σε ξένο για τον άλλον;
Γ.Φ.: Εδώ, στην περίπτωση αυτού του βιβλίου, ο έρωτας δείχνει πως δεν είναι μεγάλος, μοιάζει. Είναι η απόλυτη βεβαιότητα για την Αλεξάνδρα, ωστόσο ο Αντώνης ζει απλά έναν δυνατό ερωτισμό. Υπάρχει δηλαδή μια τέτοια αμφιβολία, μια ρωγμή ανεπαίσθητη από την αρχή. Έτσι συμβαίνει, «μεγάλοι έρωτες» από ζευγάρια, που αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα με επιπολαιότητα και μπερδεύουν τον ερωτικό τους πρόσκαιρο ενθουσιασμό σε κάτι που αλίμονο, αλλά δεν του μέλλει να κρατήσει πολύ.
Μ.Γ.: «Καιρό έριχνε τ’ άδικα όλα πάνω του και τη βόλευε» γράφεις για την Αλεξάνδρα. Τι είδους βόλεμα ήταν αυτό;
Γ.Φ.: Φοβάμαι πως δεν επρόκειτο για βόλεμα στο θυμικό της. Κατ’ αρχήν από μια τέτοια σχέση που ραγίζει και μετά σπάει, επειδή φταίει αποκλειστικά ο ένας, εκείνος που στέκεται επιπόλαιος, η Αλεξάνδρα αποκτά για πάντα ένα διαρκές μίσος, εκείνη τουλάχιστον δεν θα τον συγχωρήσει ποτέ. Κι ούτε που θα ’πρεπε.
Μ.Γ.: «Δε στάθηκα ποτέ μου στ’ αλήθεια άτιμη» αναφέρει η Άννα στον Μάρκο, τον αγαπημένο της. «Είσαι άτιμη» της απαντάει. Η ίδια θεωρεί τις πράξεις της ένα είδος οικονομικής αυτοδικίας;
Γ.Φ.: Βέβαια, η ίδια δεν αισθάνεται καμία τύψη για καμία τράπεζα, καμία εμπορική επιχείρηση. Από ιδεολογία δεν κλέβει ποτέ της, μικρά καταστήματα. Αλλά η ίδια, ναι. Απέναντι σε μια κοινωνία στην οποία εκείνη κι η ανίκανη για εργασία Αλεξάνδρα δεν είναι συμβατές, η ίδια η Άννα, νιώθει πως αποκαθιστά μια κοινωνική αδικία, αυτό μόνο.
Μ.Γ.: Ο Μάρκος αποτελεί το κίνητρο για να ξεφύγει η Άννα από τον εθισμό στις ληστείες;
Γ.Φ.: Ο Μάρκος φαίνεται στ’ αλήθεια, η μόνη λύση. Εδώ ο ήρωας, αποκτάει ο ίδιος την δύναμη ενός αληθινού έρωτα, που γεννιέται με χαρακτήρα οριστικό. Για να δούμε, σε ποιον βαθμό θα τα καταφέρει…
Μ.Γ.: «Κοίτα λίγο ψηλότερα απ’ αυτό που μπορείς να δεις» αναφέρει η Αλεξάνδρα στην Άννα. Τι ήθελε να της τονίσει;
Γ.Φ.: Αυτό αποτελεί μια προσωπική μου ρήση, λέγεται σε μια στιχομυθία με την κόρη αλλά εκφράζει μια δική μου θέληση στον τρόπο που πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα. Να στεκόμαστε άξιοι να δούμε την μεγάλη εικόνα, όχι τη μικρή• το δάσος, όχι μονάχα ένα μπροστινό του δέντρο.
Μ.Γ.: Τελικά, η ζωή βγάζει ετυμηγορία ερήμην;
Γ.Φ.: Κάποιες φορές αλίμονο, συμβαίνει. Δεν ξέρω καν αν είναι θέμα Θείας Δίκης, δεν ξέρω αν η απόφαση του δικαστηρίου είναι καν δίκαιη. Αλλά συμβαίνει. Κι εμφυσεί όλο αυτό την ίδια την έννοια μοίρας, Θεού ή πεπρωμένου, όπως είπα και πιο πριν.
*Το μυθιστόρημα «Κρατάς μυστικό;» του Γιάννη Φιλιππίδη κυκλοφορεί από την Άνεμος εκδοτική.
ΠΗΓΗ: Now24.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου