Προτού ξεκινήσει τη συγγραφή ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, πούλησε το αμάξι του για να έχει μια «κάβα» χρημάτων, η οποία φυσικά δεν ήταν αρκετή, με αποτέλεσμα η οικογένειά του να κινδυνεύει με έξωση λόγω των εννέα μηνών απλήρωτου ενοικίου.
Όταν τελικά το ολοκλήρωσε, σχεδόν μισό αιώνα πριν, μετά από μία ακόμη
επίσκεψη στο ενεχυροδανειστήριο, έστειλε το χειρόγραφο του βιβλίου του
«Εκατό Χρόνια Μοναξιά» στον εκδότη του.
“Στις αρχές Αυγούστου, ο Γκαρσία Μάρκες συνόδεψε τη Μερσέδες στο
ταχυδρομείο για να στείλει το τελικό χειρόγραφο στο Μπουένος Άιρες.
Έμοιαζαν με δύο επιζώντες μιας καταστροφής. Το πακέτο περιείχε 490
δακτυλογραφημένες σελίδες. Ο υπάλληλος είπε: «Ογδόντα δύο πέσο». Ο
Γκαρσία Μάρκες κοίταξε τη Μερσέδες που έψαχνε στην τσάντα της για τα
χρήματα. Είχαν μόνο πενήντα και μπορούσαν να στείλουν μόνο το μισό
περίπου βιβλίο: ο Γκαρσία Μάρκες έβαλε τον υπάλληλο πίσω από τον γκισέ
να αφαιρέσει φύλλα από το πακέτο μέχρι να αρκέσουν τα πενήντα πέσο.
Επέστρεψαν στο σπίτι, έβαλαν ενέχυρο τη θερμάστρα, το πιστολάκι μαλλιών
και το μίξερ, πήγαν πίσω στο ταχυδρομείο και έστειλαν και τη δεύτερη
δόση. Καθώς έβγαιναν από το ταχυδρομείο, η Μερσέδες σταμάτησε, κοίταξε
τον άντρα της και είπε: «Γκάμπο, αυτό που μας λείπει τώρα είναι το
βιβλίο να είναι χάλια», γράφει ο βιογράφος του Τζέραλντ Μάρτιν.Τελικά το βιβλίο δεν ήταν χάλια. Το αντίθετο.
Σήμερα θεωρείται επάξια η κορωνίδα της συγγραφικής πορείας του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και ήταν το βιβλίο που τον καθιέρωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, χαρίζοντας του το 1982 το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το “Εκατό Χρόνια Μοναξιά” (ισπανικός τίτλος “Cien Anos de soledad“) που μεταφράστηκε σε περίπου σαράντα γλώσσες κι πούλησε περισσότερα από τριάντα εκατομμύρια αντίτυπα, δεν είναι απλά ένα μυθιστόρημα. Είναι ένα δώρο προς την ανθρωπότητα.
Ήταν τόση η απήχηση του βιβλίου του που η φήμη του ξεπέρασε ακόμη και τη δόξα του εμπόρου ναρκωτικών Εσκομπάρ και ο παγκόσμιος Τύπος άρχισε να βλέπει αλλιώς την κολομβιανή Ιστορία.
Ο ίδιος, όταν κλήθηκε να συστηθεί στο κοινό, μίλησε κάπως έτσι για τον εαυτό του:
«Το όνομά μου, σενιόρ, είναι Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Λυπάμαι: ούτε
σ’ εμένα αρέσει το όνομα, γιατί είναι μια σειρά από κοινοτοπίες, με τις
οποίες ποτές δεν μπόρεσα να δεθώ. (…) Είμαι ένας συγγραφέας από δειλία. Η
αληθινή κλίση μου είναι προς τη μαγεία, αλλά κάθε φορά που προσπαθώ να
την εξασκήσω, τα χάνω σε τέτοιο βαθμό, που αναγκάστηκα να καταφύγω στη
μοναξιά της λογοτεχνίας. Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο δραστηριότητες
οδηγούν στο μοναδικό πράγμα που με ένοιαζε όταν ήμουν παιδί: να με
αγαπούν περισσότερο οι φίλοι μου. Στην περίπτωσή μου, το ότι είμαι
συγγραφέας είναι ένα εξαιρετικό επίτευγμα, γιατί είμαι πολύ κακός στο
γράψιμο. (…) Ποτέ δεν μιλάω για λογοτεχνία, επειδή δεν ξέρω τι είναι και
εκτός αυτού είμαι πεπεισμένος ότι ο κόσμος θα ήταν ακριβώς ο ίδιος
χωρίς αυτήν. Από την άλλη, αντίθετα, είμαι πεπεισμένος ότι θα ήταν
εντελώς διαφορετικός χωρίς αστυνομία. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι θα ήμουν
πολύ πιο χρήσιμος στην ανθρωπότητα, αν αντί για συγγραφέας είχα γίνει
τρομοκράτης».
Για τον Μάρκες, οι αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια κοντά στους παππούδες του αποτέλεσαν το πρώτο υλικό για τα “Eκατό Xρόνια Mοναξιά”.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο μυθικό χωριό Macondo και ουσιαστικά μας περιγράφει την ιστορία εφτά γενεών της οικογένειας Μπουενδία η οποία βαρύνεται από μια μακρινή προφητεία: Είναι καταδικασμένη σε εκατό χρόνια μοναξιάς λόγω μιας αιμομιξίας που έγινε ανάμεσα σε δύο μέλη της.
Στην ουσία δεν πρόκειται για μια ιστορία, αλλά για πλήθος ιστοριών που δένονται μεταξύ τους, καθώς όλες έχουν σαν βάση τα πρόσωπα και τη ζωή της πολυπληθούς οικογένειας του Μπουενδία. Κεντρική μορφή στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι ο αγωνιστής της ελευθερίας, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία, με την επιβλητική του προσωπικότητα και την πολυτάραχη ζωή του.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του ο Μάρκες δεν διηγείται απλά μια ιστορία αλλά περιγράφει με ρεαλιστικό τρόπο την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Οι αιματηροί αγώνες των φιλελεύθερων ενάντια στους συντηρητικούς, ο έλεγχος της εξουσίας από τον στρατό, η απαγόρευση της κυκλοφορίας μέχρι κάποια ώρα, οι νοθευμένες εκλογές, η διεκδίκηση των δικαιωμάτων των εργατών της μπανάνας που είχε τραγικό τέλος, είναι κάποια από τα στοιχεία που μας δείχνουν και την έντονα πολιτικοποιημένη πένα του Μάρκες. Επιπλέον, από την αρχή ως το τέλος, είναι αισθητή η παρουσία της μοναξιάς. Η μοναξιά της εξουσίας, η μοναξιά του έρωτα, η μοναξιά ενός σπιτιού που έσφυζε από ζωή και που στο τέλος έμεινε ένα ερείπιο παραδομένο στις ορέξεις της φύσης, ένα χωριό που έμεινε εγκαταλειμμένο αναπολώντας τις ένδοξες εποχές του.
«…γιατί ράτσες καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιάς δεν θα είχαν δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη»
Και κάπως έτσι, με αυτές τις λέξεις, ολοκληρώνεται το μυθιστόρημα που
σύμφωνα με τον Πάμπλο Νερούδα είναι ίσως η μεγαλύτερη αποκάλυψη στην
ισπανική γλώσσα μετά τον «Δον Κιχώτη».Ποιος ήταν ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Γεννήθηκε το 1927 στην Κολομβία. Μια χώρα γνωστή για τους εμφυλίους της και το εμπόριο ναρκωτικών.Το 1947 ξεκίνησε τις σπουδές του στα νομικά και τις πολιτικές επιστήμες, στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά και τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα Ελ Εσπεκταδόρ δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του με τίτλο “Η τρίτη παραίτηση”. Το 1948 μετακόμισε στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών κι εκεί άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα “Ελ Ουνιβερσάλ”. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και την Ευρώπη.
Το πρώτο μυθιστόρημά του, “Τα νεκρά φύλλα”, εκδόθηκε το 1955 και ακολούθησαν τα έργα “Κακιά ώρα”, “Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει” και “Η κηδεία της μεγάλης μάμα”. Το 1967 κυκλοφόρησε το έργο “Εκατό χρόνια μοναξιά”, μυθιστόρημα που αποκόμισε αμέσως τις θετικότερες κριτικές και κέρδισε το αναγνωστικό κοινό, καθιερώνοντας έτσι τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας.
Στο τεράστιο έργο του, που το 1982 του χάρισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, συμπεριλαμβάνονται και τα μυθιστορήματα: “Το φθινόπωρο του Πατριάρχη”, “Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου”, “Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας”, “Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα” και “Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων”. Επίσης έγραψε άρθρα σε περιοδικά, βιβλία με διηγήματα και κινηματογραφικά σενάρια.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή
καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Πέθανε στις 17 Απριλίου 2014, σε
ηλικία 87 ετών, στην Πόλη του Μεξικού όπου είχε εγκατασταθεί από το
1961. “Μην προσπαθείς τόσο σκληρά, τα καλύτερα πράγματα συμβαίνουν όταν
δεν τα περιμένεις” είχε πει.
13 αποφθέγματα ζωής από τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες…
1. Σ’ αγαπώ, όχι για το ποιος είσαι, αλλά για το ποιος είμαι εγώ όταν είμαι δίπλα σου.2. Κανένας δεν αξίζει τα δάκρυά σου, κι αυτός που τα αξίζει δεν θα σε κάνει να κλάψεις.
3. Επειδή κάποιος δε σε αγαπά όπως θα ευχόσουν, δε σημαίνει πως δεν αγαπιέσαι με όλο του το είναι.
4. Ο πραγματικός φίλος είναι αυτός που κρατάει το χέρι σου και αγγίζει την καρδιά σου.
5. Ο χειρότερος τρόπος για να σου λείψει κάποιος, είναι να κάθεσαι δίπλα του ξέροντας ότι ποτέ δεν θα τον αποκτήσεις.
6. Ποτέ μη σταματάς να χαμογελάς, ακόμα κι όταν είσαι λυπημένος, κάποιος ίσως ερωτευτεί αυτό σου το χαμόγελο.
7. Ίσως είσαι απλά ένα άτομο σ’ αυτό τον κόσμο, όμως για κάποιον, είσαι όλος ο κόσμος.
8. Μην ξοδεύεις χρόνο με κάποιον που δεν ενδιαφέρεται να τον ξοδέψει μαζί σου.
9. Ίσως ο Θεός να θέλει να γνωρίσεις πολλά λάθος άτομα πριν γνωρίσεις το σωστό, ώστε όταν αυτό συμβεί, να είσαι ευγνώμων.
10. Μην κλαις επειδή τελείωσε. Χαμογέλα επειδή συνέβη.
11. Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα σε πληγώνουν, οπότε πρέπει να συνεχίσεις να εμπιστεύεσαι, απλά να είσαι.
12. Γίνε καλύτερος άνθρωπος και να είσαι σίγουρος για το ποιος είσαι πριν γνωρίσεις κάποιον, ελπίζοντας ότι αυτός ο άνθρωπος ξέρει ποιος είσαι.
13. Μην προσπαθείς τόσο σκληρά, τα καλύτερα πράγματα συμβαίνουν όταν δεν τα περιμένεις.
Πηγή: dinfo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου